- φραγμορραγής
- -ές, Νφρ. «φραγμορραγής κάψα»βοτ. τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού και, ειδικότερα, η κάψα στην οποία τα σπέρματα απελευθερώνονται με θραύση τής ραφής τών καρποφύλλων, τα οποία έτσι αποχωρίζονται το ένα από το άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φραγμός + -ρραγής (< θ. ῥαγ- τού ῥήγνυμι), πρβλ. αιμο-ρραγής. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.